
Short Stories | Στη χειμωνιάτικη Αμοργό του Βασίλη Κιμούλη
March 3, 2024
Βιβλιοδρόμιο | Μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας
March 23, 2024«Ονειρο αληθινό» είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων (εκδ. Αιώρα) του ανθρώπου που γνωρίζουμε και ως μεταφραστή του Μουρακάμι, ποιητή, σύμβουλο εκδόσεων και υπεύθυνο επικοινωνίας.
E δώ και χρόνια ο Βασίλης Κιμούλης βρίσκεται στον χώρο του βιβλίου, ως μεταφραστής του Μουρακάμι, σύμβουλος εκδόσεων και υπεύθυνος επικοινωνίας, πρώτη φορά όμως περνάει δυναμικά μπροστά ως συγγραφέας, σημειώνοντας... τρίποντο. Μέσα στο 2023 κυκλοφόρησαν τα «λοξά» πορτρέτα προσωπικοτήτων που δημοσίευε με το ψευδώνυμο «Γκανιάν» (εκδ. Λογό_τυπο) στην ομότιτλη στήλη του στο street press «Η Πόλη Ζει» αλλά και η ποιητική συλλογή «View Master» (εκδ. Σαιξπηρικόν) και, τέλος, η συλλογή 21 διηγημάτων «Ονειρο αληθινό» από τις εκδόσεις Αιώρα.
Ασφαλώς η συγγραφή δεν ήρθε ουρανοκατέβατη, είναι τρόπος ζωής. Από την εφηβεία του έγραφε ποιήματα, όπως μας λέει, έκανε αυτοσχέδιες εκδόσεις που τις μοιραζόταν με τους φίλους του «που μιλούν την ίδια γλώσσα», κάποια πεζά του δημοσιεύτηκαν σε ηλεκτρονικά περιοδικά και πολλά άλλα μαζεύονταν στα συρτάρια. Μέχρι που έκανε το βήμα να τα στείλει στους εκδότες –παλιά και καινούργια, σε καθέναν διαφορετικά–, ενώ η Αιώρα αποφάσισε να τα εκδώσει και ένα από αυτά, το «Ονειρο αληθινό», έδωσε τον τίτλο στη συλλογή. «Το επαγγελματικό κομμάτι της παραγωγής του βιβλίου είναι ο χώρος μου, ήξερα πως να κινηθώ, αλλά μη νομίζεις ότι μου χαρίστηκαν οι εκδότες. Δεν βοήθησε ότι είμαι αναγνωρίσιμος στον χώρο», μας λέει ο Βασίλης Κιμούλης. «Κάποιοι με απορρίψανε, κάποιοι δεν μου απάντησαν. Αυτούς που με απορρίψανε, τους ευχαριστώ κιόλας... Είναι πολλά τα κριτήρια για να βγάλουν ένα βιβλίο οι εκδότες και σίγουρα θέλουν να βγάλουν βιβλία που θα διαβαστούν».

Στο «Όνειρο αληθινό» ο Βασίλης Κιμούλης μοιάζει να ονειρεύεται με κλειστά και ανοιχτά μάτια. «Απ’ το βράδυ ώς το πρωί παίζω το παλιό μας παιχνίδι “Ονειρεύομαι-με-την-κοιλιά-γεμάτη”», γράφει. «Καταστρώνω σχέδια ονειρικά. Επαναστατώ πιo ώριμα από κάθε άλλη φορά. Νιώθω σίγουρος και σε εγρήγορση. Αρκεί να πέσει κάτω ένα φύλλο για να ξημερώσει. Τα μάτια μου σιγοβράζουν. Αυτός ο ύπνος καμιά φορά ονομάζεται θλίψη».
Η πραγματικότητα συναντά τη φαντασία, τα όρια γίνονται δυσδιάκριτα, κλείνει το μάτι στον αναγνώστη στις ιστορίες του όπου πρωταγωνιστούν χελωνόμορφα τέρατα στην Αμοργό κι αλλόκοτοι καθηγητές γλωσσολογίας σe αόρατες ανεμόσκαλες, παρανοϊκοί στρατηγοί-περφόρμερ και μοναχοί-Δον Χουάν, τσακισμένοι από έρωτα αναχωρητές και πόλεις-φαντάσματα, συνοριακοί βαρκάρηδες και γοργόνες, καθεστωτικοί ψυχίατροι κι αποσυνάγωγοι πολιτικάντηδες, ανεξήγητες επιδημίες με άσπρα λουλούδια-γύπες. Μουσικές και συγγραφείς, πολλοί συγγραφείς.
Πρώτη και καλύτερη η Μαργαρίτα Καραπάνου με την οποία συνεργάστηκαν όταν εκείνη έφερε τα βιβλία της στην Ωκεανίδα. «Με το συγκλονιστικό “Ναι” ξεκίνησε η συνεργασία μας και η σχέση μας από επαγγελματική σιγά σιγά έγινε φιλική. Συναντιόμασταν συχνά, με επηρέασαν αυτά που λέγαμε στις συζητήσεις μας, τα ημερολόγιά της που επιμελήθηκα, τα δύο πρώτα αριστουργήματά της “Η Κασσάνδρα και ο λύκος” και “Ο υπνοβάτης” αλλά και ο τρόπος που έγραφε αργότερα, λιτά και κοφτά. Αυτό το λιτό και κοφτό μου αρέσει. Η ίδια μου σύστησε και άλλους συγγραφείς όπως τον Κοζίνσκι, ο οποίος με έχει επηρεάσει, όπως και ο Ρέιμοντ Κάρβερ –μια φέτα ζωής δίνει, αλλά σου σπάει τα κόκαλα– αλλά και αυτοί που παίζουν με το φανταστικό, ο Μπόρχες, ο Γονατάς και βέβαια ο Μουρακάμι».
Νιώθει ότι του ταιριάζει η μικρή φόρμα πιο πολύ, «επειδή κυρίως ποίηση γράφω» και εξηγεί: «Το διήγημα θέλει τη δεξιοτεχνία του, αντίστοιχα όπως στην ακουαρέλα αποτυπώνεις με μια πινελιά και πρέπει να είσαι αποφασισμένος. Ομως και το μυθιστόρημα είναι ένα οικοδόμημα τεράστιο, ένα κατόρθωμα». Κάθε διήγημά του μιλάει για μια απώλεια, όπως και οι απώλειες είναι που τον κινητοποιούν για να ξεκινήσει μια ιστορία: οι δικοί του άνθρωποι που έφυγαν, οι ερωτικές σχέσεις που τελείωσαν, οι απανωτές κρίσεις που ανέτρεψαν βεβαιότητες.
Βλέπει τη συγγραφή σαν παιχνίδι. Πρόσωπα υπαρκτά ή φανταστικά μεταμφιέζονται, αλλάζουν, εμπειρίες προσωπικές κουμπώνουν με αναγνώσματα που του αρέσουν στην αφήγησή του. «Ας πούμε γράφω για τον Αλιμπράντι, έναν διάσημο συγγραφέα του περασμένου αιώνα, ο οποίος δεν υπάρχει και δίνω μια αληθοφάνεια φιλολογικού τύπου με υποσημειώσεις για το έργο του, με ποιήματά του, που στην πραγματικότητα είναι τα πρώτα δικά μου εφηβικά. Δεν τα θεωρώ καλά, είναι άτεχνα, σκέφτηκα όμως ότι αν ήταν τα πρωτόλεια του πιο διάσημου συγγραφέα του 20ού αιώνα, θα τους έδιναν σημασία;».
Ενα γλυκό παίδεμα η συγγραφή: «Δεν έχω πειθαρχία δεν γράφω με πρόγραμμα, δεν γράφω με τη μια, γράφω λίγο και μετά σιγά σιγά προσθέτω... Γράφω, σβήνω, αφαιρώ, ράβω, κόβω, ένα παλιό κείμενο ενώνεται με ένα καινούργιο. Αυτό το ευχαριστιέμαι πολύ, είναι απόλαυση», μας λέει. «Πέρα όμως από το δικό μου παιχνίδι στο μυαλό, σημασία έχει πως φτάνει στον άλλον. Το γράψιμο ολοκληρώνεται με τη βοήθεια του αποδέκτη. Με μεγάλη χαρά τώρα αρχίζω και ακούω σχόλια από αναγνώστες. Ολα με εκπλήσσουν, ο καθένας βλέπει με τον δικό του τρόπο».
Τόσα χρόνια πίσω από τους συγγραφείς, τώρα που εκδίδεται νιώθει ότι εκτίθεται κι από την άλλη να του φεύγει ένα βάρος. «Είναι κάτι που το ήθελα και με βάραινε όλα αυτά τα χρόνια, επιθυμούσα να φύγει το παλιό για να ανοίξει τόπο σε κάτι καινούργιο. Τόλμησα, κι αυτό μου έφερε αναταραχή και ευχαρίστηση μεγάλη. Σαν να ενώθηκαν δύο άνθρωποι».
Θα συνεχίσει ο Βασίλης Κιμούλης να αφιερώνεται, τόσο στον χώρο του βιβλίου όσο και στα δικά του κείμενα. «Ασφαλώς το πρώτο μου προσφέρει χρήματα για να μπορέσω να ζήσω. Το δεύτερο θα το έθετα, όπως ο Ρίλκε στα “Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή”: “Αν μπορείς να ζήσεις χωρίς να γράφεις ποίηση, άσ’ το, κάνε κάτι άλλο”. Είναι ένας τρόπος ζωής και μια συντροφιά. Πάντα έγραφα και τώρα θα το κάνω με άλλους όρους».
Πηγή: ΕφΣυν


